μονότονος

μονότονος
-η, -ο (ΑΜ μονότονος, -ον)
αυτός που αποτελείται από έναν και τον αυτό μουσικό τόνο, ομοιόμορφος, που έχει διαρκώς έναν και μόνο τόνο, που δεν έχει ηχητική ποικιλία·|| νεοελλ.
1. (για ύφος λόγου) μτφ. αυτός που είναι υπερβολικά ομοιόμορφος, που στερείται κάθε περιγραφικής ποικιλίας και πρωτοτυπίας («μονότονο μυθιστόρημα»)
2. μτφ. ανιαρός, πληκτικός («μονότονη ζωή»)
αρχ.
1. επίμονος, αμετάπειστος, ισχυρογνώμων
2. σταθερός, ακλόνητος
3. (κατά τον Ησύχ.) «μόνος ὤν, ὑπάρχων, μονομάχος».
επίρρ...
μονοτόνως και μονότονα (Α μονοτόνως)
με μονότονο τρόπο, χωρίς ποικιλία
νεοελλ.
ανιαρά, πληκτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + τόνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μονότονος — of one tone masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονότονος — η, ο 1. που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ηχητικής ποικιλίας: Μονότονη μουσική. 2. μτφ., που προκαλεί πλήξη, ανιαρός: Κάνει για χρόνια μια μονότονη δουλειά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μονοτόνως — μονότονος of one tone adverbial μονότονος of one tone masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονότονον — μονότονος of one tone masc/fem acc sg μονότονος of one tone neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοτόνους — μονότονος of one tone masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονότονα — μονότονος of one tone neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνάρτηση — Έστω A, B σύνολα, διαφορετικά από το κενό. Ας είναι ακόμα σ μια σχέση από το Α στο Β, σ: A > Β. Αν η σχέση αυτή είναι μονοσήμαντη, τότε (και μόνο) λέμε ότι είναι μια συνάρτηση από το Α στο Β. Το σύνολο των x από το Α, που είναι τέτοια, ώστε να …   Dictionary of Greek

  • монотонный — Через нем. mоnоtоn (XVIII в.; см. Шульц–Баслер 1, 147) или франц. monotone от греч. μονότονος однозвучный …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • монотонный — (иноск.) скучный (однообразный, неоживленный) Ср. Монотонное чтение . Монотонная жизнь . Ср. Треск, подсвистыванье, царапанье, степные басы, теноры и дисканты все мешается в непрерывный монотонный гул... Однообразная трескотня убаюкивает, как… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • унисоном(унисон) — (иноск.) единогласно, в один голос (согласно, как бы в один тон) Ср. Он слился с голосом Кости и уже звуча в унисон ему... являвшийся как бы эхом, тенью основного звука... М. Горький. Тоска. 2. Ср. А l unisson. Ср. Unisonus (unus, один sonus,… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”